- γιούργια
- η1. η έφοδος, η επίθεση2. (ως επιφώνημα) εμπρός!
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γούργια — και γιούργια, η 1. έφοδος 2. (ως επιφ.) γιούργια! εμπρός! … Dictionary of Greek
γιουργιάρω — και γιουρντάρω και γιουρντώ κάνω γιούργια, επιτίθεμαι … Dictionary of Greek